- οργανοποία
- η (Α ὀργανοποιία) [οργανοποιός]νεοελλ.1. κατασκευή μουσικών οργάνων2. βιομηχανία παραγωγής και επιδιόρθωσης μουσικών οργάνωναρχ.1. κατασκευή οργάνων, εργαλείων ή μηχανών2. σχηματισμός ενός ανατομικού οργάνου.
Dictionary of Greek. 2013.